- τρέβα
- η, Ν(διαλ. τ.) (στη Μάνη) προσωρινή διακοπή ή οριστική παύση τών εχθροπραξιών μεταξύ εχθρικών οικογενειών, ανακωχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. treve < φραγκ. triuwa «ασφάλεια»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek